- ἠλιθοποιός
- ἠλῐθοποιός, όν,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἠλιθοποιός — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλιθοποιός — όν (Α) βλ. ηλιθιοποιός … Dictionary of Greek
ηλιθιοποιός — ἠλιθιοποιός και ἠλιθοποιός, όν (Α) αυτός που κάνει κάποιον ηλίθιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλίθιος + ποιός (< ποιώ), πρβλ. ηθο ποιός, οπλο ποιός] … Dictionary of Greek